- κομβρέτο
- (Combretum). Γένος φυτών της οικογένειας των κομβρετιδών, της τάξης των μυρτωδών. Πρόκειται για αναρριχητικά ή όρθια φυτά, με αντίθετα ή εναλλάξ φύλλα. Το γένος περιλαμβάνει περισσότερα από 350 είδη των τροπικών περιοχών. Το κ. το βουτυρώδες φυτρώνει στην τροπική Αφρική και από αυτό παράγεται ένα είδος βουτύρου, γνωστό στους ιθαγενείς ως τσικίτο. Το κ. το κολλώδες, δέντρο ύψους 3-3,50 μ., φυτρώνει στο Σουδάν και στη Σενεγάλη. Το ξύλο του χρησιμοποιείται για την κατασκευή λαβών και ο φλοιός του για την επούλωση πληγών. Τα φύλλα του έχουν αιμοστατικές, αποχρεμπτικές και επουλωτικές ιδιότητες. Αν βραχούν με νερό, δίνουν κίτρινη ή πορτοκαλί βαφή.
Dictionary of Greek. 2013.